- ἐπισημειώσεις
- ἐπισημείωσιςnotefem nom/voc pl (attic epic)ἐπισημείωσιςnotefem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολόγραφος — η, ο (ΑΜ ὁλόγραφος, ον) 1. (για λέξη) γραμμένος με όλα τα γράμματα, δηλ. όχι συντετμημένα ή με τα αρκτικά της 2. γραμμένος εξ ολοκλήρου από το χέρι τού συγγραφέα, ιδιόγραφος («ὡς καὶ τοῡτο ὁλόγραφοι δηλοῡσιν αὐτοῡ πρὸ τῶν τόμων ἐπισημειώσεις»,… … Dictionary of Greek